- καρδιομεγαλία
- Διόγκωση της καρδιάς που παρουσιάζεται σε διαταραχές οι οποίες την αναγκάζουν να λειτουργεί σε πιο έντονους ρυθμούς για μεγάλο χρονικό διάστημα.
* * *ηιατρ. αυξημένος όγκος τής καρδιάς σε σχέση με τον θώρακα, συγγενής ή επίκτητος, αλλά και κάθε αύξηση τής ακτινολογικής εικόνας της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiomegalie < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]-*) + -megal- (πρβλ. μεγάλος) + -ie (πρβλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.