καρδιομεγαλία

καρδιομεγαλία
Διόγκωση της καρδιάς που παρουσιάζεται σε διαταραχές οι οποίες την αναγκάζουν να λειτουργεί σε πιο έντονους ρυθμούς για μεγάλο χρονικό διάστημα.
* * *
η
ιατρ. αυξημένος όγκος τής καρδιάς σε σχέση με τον θώρακα, συγγενής ή επίκτητος, αλλά και κάθε αύξηση τής ακτινολογικής εικόνας της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiomegalie < cardio- (πρβλ. καρδι[ο]-*) + -megal- (πρβλ. μεγάλος) + -ie (πρβλ. -ία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • αιμοχρωμάτωση — Σπάνια παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός είναι υπερφορτωμένος με σίδηρο. Η υπερφόρτωση οφείλεται σε: α) μεγάλη αύξηση του ποσοστού του σιδήρου που προσλαμβάνεται από το πεπτικό σύστημα (πρωτοπαθής ή ιδιοπαθής α.), β) εναπόθεση του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”